Προς τον Ιερόν Κλήρον και τον ευσεβή λαόν της καθ' ημάς Ιεράς Μητροπόλεως
Αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί και Πατέρες, Χριστός Ανέστη!
«Διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν». (Μκ.16,10)
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακούμε την νύχτα της Αναστάσεως, ξεκινά με την τολμηρή απόφαση των Μυροφόρων γυναικών να επισκεφθούν τον τάφο του Χριστού και να αλείψουν το άγιο σώμα Του με αρώματα, όπως συνήθιζαν την εποχή εκείνη. Επίσης το ιερό ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι πρώτες αυτές άκουσαν το «χαίρετε» από τον Αναστάντα Χριστό. Παρά το γεγονός ότι στην Παλαιά εποχή η γυναίκα πρώτη άκουσε την συμβουλή του σατανά, τώρα, στην Νέα εποχή, στην εποχή της Αναστάσεως, αυτές πρώτες συναντούν τον Χριστό και λαμβάνουν το χαρμόσυνο μήνυμα.
Σύμφωνα με την γνώμη ορισμένων Πατέρων, όπως του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας και άλλων, η πρώτη γυναίκα που είδε τον Χριστό Αναστάντα και φίλησε τα πόδια Του, είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. «Δια του ειπείν, και η άλλη Μαρία, την Θεομήτορα πάντως υποφαίνων» παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος αναφερόμενος στον ευαγγελιστή Μάρκο. Όταν δηλαδή λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι στο μνήμα πήγαν η Μαρία η Μαγδαληνή και η «άλλη Μαρία», εννοεί ότι «η άλλη Μαρία» είναι η Παναγία, η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή. Ο Ιάκωβος και ο Ιωσής ήταν παιδιά του Ιωσήφ, του μνηστήρος της Παναγίας, από την πρώτη του γυναίκα. Η Παναγία άκουσε το «χαίρε κεχαριτωμένη» του αγγέλου. Η Παναγία συνόδευσε τον Ιησού σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής Του, από την φάτνη μέχρι το μνημείο το καινό. Η Παναγία άκουσε το «χαίρετε» του Ιησού. Η Παναγία είδε τον τάφο ανοικτό. Γι΄ αὐτὴν ανοίχθηκε ο τάφος.
Όλες οι άλλες γυναίκες που ήλθαν έφθασαν μετά τον σεισμό, αφού οι φύλακες είχαν φύγει, και βρήκαν το μνημείο ανοιγμένο και την πέτρα να έχει αποκυλισθεί. Και, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής, όταν οι Μυροφόρες γυναίκες είδαν τον Χριστό, κατελήφθησαν από φόβο και από χαρά. Φόβο είχαν όλες οι γυναίκες εκτός από την Παναγία. Η Παναγία είχε χαρά. Η Υπεραγία Θεοτόκος είχε χαρά, διότι ήταν «κεκαθαρμένη άκρως», δηλαδή ήταν πάναγνη και κεχαριτωμένη.
Οι Μυροφόρες προκειμένου να αλείψουν με αρώματα το σώμα του Χριστού, συνάντησαν πολλά εμπόδια. Θα έπρεπε, σύμφωνα με την λογική, να μη ξεκινήσουν ποτέ. Εκείνο όμως που τις έκανε να ξεκινήσουν, ήταν η αγάπη τους προς τον Χριστό. Το μυαλό τους ρωτούσε πως θα μετακινήσουν τον λίθο. Η γλώσσα τους δεν είχε τίποτε να απαντήσει, αλλά η αγάπη τις έκανε να τρέχουν· «ο λογισμός ερωτά, η γλώσσα σωπά, η αγάπη βαδίζει». Οι δειλοί και κρυφοί μαθητές του Χριστού και οι γυναίκες Μυροφόροι, ήταν εκείνοι που συμπαραστάθηκαν στον Χριστό τις τελευταίες ώρες και έγιναν οι πρώτοι κήρυκες της Αναστάσεως στον κόσμο.
Τα ιερά αυτά πρόσωπα αποτελούν πρότυπο και για την εποχή μας. Ποιός τολμάει σήμερα να διακινδυνεύσει οτιδήποτε, για να υποστηρίξει τον Χριστό η έναν άνθρωπο που τον κατεδίκασαν άδικα; Όλοι μας είμαστε επιφυλακτικοί. Όταν είναι να υπερασπίσουμε τον εαυτό μας όμως, κάνουμε το παν. Όταν πάλι πρέπει να υπερασπιστούμε τις ιδέες μας, τον Χριστό, ανθρώπους που καταδικάζονται άδικα, τους αδικημένους της κοινωνίας, να στηλιτεύσουμε την ανισότητα του πλούτου, την φρικαλεότητα του πολέμου και πολλά άλλα, τότε αποφεύγουμε επιμελώς να εκτεθούμε. Τότε γινόμαστε σώφρονες, συνετοί και νομιμόφρονες. Δεν αγαπάμε πραγματικά την αλήθεια. Πολύ περισσότερο, δεν την υπερασπιζόμαστε. Δεν θυσιάζουμε τίποτε. Ούτε τον πλούτο μας, ούτε την άνεσή μας, ούτε την θέση μας. Ακούμε πολλούς να λένε· άμα μιλήσω την γλώσσα της αληθείας, θα χάσω την θέση μου. Η θέση αξίζει περισσότερο από τις πεποιθήσεις και την ιδεολογία· περισσότερο και από τον Χριστό και την Εκκλησία. Έχουμε αναπτύξει πολύ την διπλωματία και την συναλλαγή. Χρειάζεται τόλμη για να πεις την αλήθεια στον προϊστάμενό σου. Επίσης, χρειάζεται τόλμη για να μιλήσεις, να κηρύξεις, να διαδώσεις και να κάνεις ιεραποστολή για τον Χριστό. Τέλος, χρειάζεται τόλμη για να γίνεις κληρικός και μοναχός σε μια εποχή τέτοια. Σε μια εποχή που προβάλλονται σαν ιδανικά τα εκατομμύρια των τυχερών παιχνιδιών και ως πρότυπα οι επιτυχημένοι πλούσιοι, χρειάζεται τόλμη για να προβάλλει ο πιστός τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου.
Οι Μυροφόρες κράτησαν τα πόδια του Ιησού, όπως λέγει ο Άγιος Θεοφύλακτος, και αυτό θεωρείται σπουδαίο πράγμα. Εμείς όμως μπορούμε να πάρουμε ολόκληρο τον Χριστό δια της Θείας Ευχαριστίας. Μπορούμε να βάλουμε την μνήμη του Θεού μέσα στην ψυχή μας και να μην τον ξεχάσουμε ποτέ. Μπορούμε, επίσης, να έχουμε το θάρρος και την τόλμη των Μυροφόρων σε κάθε περίσταση της ζωής μας. Να θυσιάζουμε τα πάντα για τον Χριστό, ο οποίος «έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών» (Τιτ. 2,14).
Ως Επίσκοπος της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, παίρνοντας αφορμή από την εορτή του Πάσχα εύχομαι σε όλους, στους ιερείς και τους κοσμικούς, στους άρχοντες και τον λαό, το φως της Αναστάσεως του Χριστού να καταυγάζει τις ψυχές σας και τα σπίτια σας.
Αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί και Πατέρες, Χριστός Ανέστη!
«Διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν». (Μκ.16,10)
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακούμε την νύχτα της Αναστάσεως, ξεκινά με την τολμηρή απόφαση των Μυροφόρων γυναικών να επισκεφθούν τον τάφο του Χριστού και να αλείψουν το άγιο σώμα Του με αρώματα, όπως συνήθιζαν την εποχή εκείνη. Επίσης το ιερό ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι πρώτες αυτές άκουσαν το «χαίρετε» από τον Αναστάντα Χριστό. Παρά το γεγονός ότι στην Παλαιά εποχή η γυναίκα πρώτη άκουσε την συμβουλή του σατανά, τώρα, στην Νέα εποχή, στην εποχή της Αναστάσεως, αυτές πρώτες συναντούν τον Χριστό και λαμβάνουν το χαρμόσυνο μήνυμα.
Σύμφωνα με την γνώμη ορισμένων Πατέρων, όπως του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας και άλλων, η πρώτη γυναίκα που είδε τον Χριστό Αναστάντα και φίλησε τα πόδια Του, είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. «Δια του ειπείν, και η άλλη Μαρία, την Θεομήτορα πάντως υποφαίνων» παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος αναφερόμενος στον ευαγγελιστή Μάρκο. Όταν δηλαδή λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι στο μνήμα πήγαν η Μαρία η Μαγδαληνή και η «άλλη Μαρία», εννοεί ότι «η άλλη Μαρία» είναι η Παναγία, η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή. Ο Ιάκωβος και ο Ιωσής ήταν παιδιά του Ιωσήφ, του μνηστήρος της Παναγίας, από την πρώτη του γυναίκα. Η Παναγία άκουσε το «χαίρε κεχαριτωμένη» του αγγέλου. Η Παναγία συνόδευσε τον Ιησού σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής Του, από την φάτνη μέχρι το μνημείο το καινό. Η Παναγία άκουσε το «χαίρετε» του Ιησού. Η Παναγία είδε τον τάφο ανοικτό. Γι΄ αὐτὴν ανοίχθηκε ο τάφος.
Όλες οι άλλες γυναίκες που ήλθαν έφθασαν μετά τον σεισμό, αφού οι φύλακες είχαν φύγει, και βρήκαν το μνημείο ανοιγμένο και την πέτρα να έχει αποκυλισθεί. Και, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής, όταν οι Μυροφόρες γυναίκες είδαν τον Χριστό, κατελήφθησαν από φόβο και από χαρά. Φόβο είχαν όλες οι γυναίκες εκτός από την Παναγία. Η Παναγία είχε χαρά. Η Υπεραγία Θεοτόκος είχε χαρά, διότι ήταν «κεκαθαρμένη άκρως», δηλαδή ήταν πάναγνη και κεχαριτωμένη.
Οι Μυροφόρες προκειμένου να αλείψουν με αρώματα το σώμα του Χριστού, συνάντησαν πολλά εμπόδια. Θα έπρεπε, σύμφωνα με την λογική, να μη ξεκινήσουν ποτέ. Εκείνο όμως που τις έκανε να ξεκινήσουν, ήταν η αγάπη τους προς τον Χριστό. Το μυαλό τους ρωτούσε πως θα μετακινήσουν τον λίθο. Η γλώσσα τους δεν είχε τίποτε να απαντήσει, αλλά η αγάπη τις έκανε να τρέχουν· «ο λογισμός ερωτά, η γλώσσα σωπά, η αγάπη βαδίζει». Οι δειλοί και κρυφοί μαθητές του Χριστού και οι γυναίκες Μυροφόροι, ήταν εκείνοι που συμπαραστάθηκαν στον Χριστό τις τελευταίες ώρες και έγιναν οι πρώτοι κήρυκες της Αναστάσεως στον κόσμο.
Τα ιερά αυτά πρόσωπα αποτελούν πρότυπο και για την εποχή μας. Ποιός τολμάει σήμερα να διακινδυνεύσει οτιδήποτε, για να υποστηρίξει τον Χριστό η έναν άνθρωπο που τον κατεδίκασαν άδικα; Όλοι μας είμαστε επιφυλακτικοί. Όταν είναι να υπερασπίσουμε τον εαυτό μας όμως, κάνουμε το παν. Όταν πάλι πρέπει να υπερασπιστούμε τις ιδέες μας, τον Χριστό, ανθρώπους που καταδικάζονται άδικα, τους αδικημένους της κοινωνίας, να στηλιτεύσουμε την ανισότητα του πλούτου, την φρικαλεότητα του πολέμου και πολλά άλλα, τότε αποφεύγουμε επιμελώς να εκτεθούμε. Τότε γινόμαστε σώφρονες, συνετοί και νομιμόφρονες. Δεν αγαπάμε πραγματικά την αλήθεια. Πολύ περισσότερο, δεν την υπερασπιζόμαστε. Δεν θυσιάζουμε τίποτε. Ούτε τον πλούτο μας, ούτε την άνεσή μας, ούτε την θέση μας. Ακούμε πολλούς να λένε· άμα μιλήσω την γλώσσα της αληθείας, θα χάσω την θέση μου. Η θέση αξίζει περισσότερο από τις πεποιθήσεις και την ιδεολογία· περισσότερο και από τον Χριστό και την Εκκλησία. Έχουμε αναπτύξει πολύ την διπλωματία και την συναλλαγή. Χρειάζεται τόλμη για να πεις την αλήθεια στον προϊστάμενό σου. Επίσης, χρειάζεται τόλμη για να μιλήσεις, να κηρύξεις, να διαδώσεις και να κάνεις ιεραποστολή για τον Χριστό. Τέλος, χρειάζεται τόλμη για να γίνεις κληρικός και μοναχός σε μια εποχή τέτοια. Σε μια εποχή που προβάλλονται σαν ιδανικά τα εκατομμύρια των τυχερών παιχνιδιών και ως πρότυπα οι επιτυχημένοι πλούσιοι, χρειάζεται τόλμη για να προβάλλει ο πιστός τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου.
Οι Μυροφόρες κράτησαν τα πόδια του Ιησού, όπως λέγει ο Άγιος Θεοφύλακτος, και αυτό θεωρείται σπουδαίο πράγμα. Εμείς όμως μπορούμε να πάρουμε ολόκληρο τον Χριστό δια της Θείας Ευχαριστίας. Μπορούμε να βάλουμε την μνήμη του Θεού μέσα στην ψυχή μας και να μην τον ξεχάσουμε ποτέ. Μπορούμε, επίσης, να έχουμε το θάρρος και την τόλμη των Μυροφόρων σε κάθε περίσταση της ζωής μας. Να θυσιάζουμε τα πάντα για τον Χριστό, ο οποίος «έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών» (Τιτ. 2,14).
Ως Επίσκοπος της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, παίρνοντας αφορμή από την εορτή του Πάσχα εύχομαι σε όλους, στους ιερείς και τους κοσμικούς, στους άρχοντες και τον λαό, το φως της Αναστάσεως του Χριστού να καταυγάζει τις ψυχές σας και τα σπίτια σας.
Αδελφοί μου αγαπητοί,
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Προς Θεόν ευχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας ΙΩΗΛ